Ο Δίων είχε τήν τύχη νά ζήσει τόν δεύτερο αιώνα μ.κ.χ. μιά ιστορική περιόδο πού ήταν ίσως η ειρηνικότερη τής ανθρωπότητος. Οί βάρβαροι δέν είχαν εμφανισθεί ακόμη καί στήν τεράστια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πού απλώνονταν από τήν Σκωτία μέχρι τήν Αραβία επικρατούσε η Pax Romana. Ο Δίων ήταν περισσότερο ρήτωρ παρά φιλόσοφος. Έζησε σχεδόν τήν ίδια περίοδο μέ τόν Πλούταρχο.
Τόν Ολυμπιακό τόν εκφώνησε μπροστά στό χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Διός στήν Ολυμπία, κατά τήν διάρκεια τών Ολυμπιακών αγώνων τού 105 μ.κ.χ. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία των θρησκειών. Ο ευσεβής Δίων, ως γνήσιος Έλλην, δεν στηρίζεται σε εξ αποκαλύψεως αλήθειες αλλά σε λογικά επιχειρήματα και λογικές υποθέσεις. Οι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του Θεού αλλά απόγονοί του. Ο κόσμος δεν κυριαρχείται από το κακό και την αμαρτία, και δεν τον βαραίνει κανένα προπατορικό αμάρτημα. Η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται μεσσίες αλλά ποιητές και καλλιτέχνες. Ακολουθεί παρακάτω ένα απόσπασμα της ομιλίας του, ιστορικό πόνημα της Ελληνικής Θρησκείας.
Τόν Ολυμπιακό τόν εκφώνησε μπροστά στό χρυσελεφάντινο άγαλμα τού Διός στήν Ολυμπία, κατά τήν διάρκεια τών Ολυμπιακών αγώνων τού 105 μ.κ.χ. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία των θρησκειών. Ο ευσεβής Δίων, ως γνήσιος Έλλην, δεν στηρίζεται σε εξ αποκαλύψεως αλήθειες αλλά σε λογικά επιχειρήματα και λογικές υποθέσεις. Οι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του Θεού αλλά απόγονοί του. Ο κόσμος δεν κυριαρχείται από το κακό και την αμαρτία, και δεν τον βαραίνει κανένα προπατορικό αμάρτημα. Η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται μεσσίες αλλά ποιητές και καλλιτέχνες. Ακολουθεί παρακάτω ένα απόσπασμα της ομιλίας του, ιστορικό πόνημα της Ελληνικής Θρησκείας.
"Για τη φύση των θεών γενικά, και κυρίως για τη φύση του ηγεμόνα σύμπαντος,
αρχικά γεννήθηκε μια αντίληψη, μια ιδέα κοινή σε όλο το ανθρώπινο γένος, τόσο
στους Έλληνες όσο και στους βαρβάρους, αναπόφευκτη και έμφυτη σε κάθε λογικό
πλάσμα. Μια αντίληψη που γεννιέται με τρόπο φυσικό, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου
θνητού δασκάλου και χωρίς τις απατεωνιές των μυσταγωγών. Και φανέρωνε η κοινή
αυτή αντίληψη τη συγγένεια του θεού με τους ανθρώπους, και παρείχε πολλά
τεκμήρια της αλήθειας, που δεν επέτρεπαν στους αρχαίους να αδιαφορούν και να
κοιμούνται όρθιοι. Και καθώς δεν γεννήθηκαν ούτε ζούσαν έξω και μακριά από το
θείο ον, μα βρίσκονταν στο κέντρο του – μάλλον, θα έλεγα, γεννήθηκαν μαζί με
εκείνο και του ήταν προσκολλημένοι με κάθε τρόπο – θα ‘ταν αδύνατο να παραμείνουν
άφρονες. Πόσο μάλλον ο θεός τούς έδωσε τη νοημοσύνη και τον Λόγο, και από
παντού δέχονταν την λάμψη των μεγάλων θεϊκών φασμάτων του ουρανού και των
άστρων και του ήλιου και της σελήνης, αντικρίζοντας νύχτα μέρα λογιών λογιών
μορφές και εικόνες ανεξήγητες κι ακούγοντας κάθε είδους φωνές, του δάσους και
του αγέρα και των ποταμών και της θάλασσας, κι ακόμη, των ζώων, ήμερων και
άγριων. Κι οι ίδιοι, προφέροντας φθόγγους γλυκύτατους και καθαρότατους και
απολαμβάνοντας την ειδημοσύνη και υψηλοφροσύνη της ανθρώπινης λαλιάς, έδιναν
συμβολικές ονομασίες στα πράγματα που συλλάμβαναν οι αισθήσεις τους, ώστε να
μπορούν να μιλούν γι’ αυτά και να εκφράζουν τη σκέψη τους με σαφήνεια,
αποκτώντας έτσι με ευκολία μνήμες και έννοιες αμέτρητων πραγμάτων. Πώς θα
μπορούσαν λοιπόν να αγνοήσουν και να μην υποψιαστούν καν την ύπαρξη εκείνου που
έσπειρε και φύτεψε και διατήρησε και έθρεψε, τη στιγμή που η όραση και η ακοή
τους κι όλες τους οι αισθήσεις πλημμύριζαν από τη θεία φύση; Κατοικούσαν τη γη,
μα βλέπαν το φως να έρχεται εξ ουρανού. Και δεν τους έλειπε η τροφή, γιατί ο
θεός, ο πρόγονός τους, την είχε προετοιμάσει και τους την παρείχε σε αφθονία.
Οι πρώτοι-πρώτοι άνθρωποι, γεννημένοι καθώς ήσαν μέσα από τη γη, στην αρχή
τρέφονταν με γήινα υλικά γιατί ο πηλός τότε ήταν παχύς και μαλακός, και τον
έγλυφαν από τη γη όπως τα βρέφη από τη μάνα, κι όπως και τώρα τα φυτά τραβούν
την υγρασία της γης. Οι κατοπινοί άνθρωποι τρέφονταν με έτοιμους καρπούς και
τρυφερά βοτάνια, κι έπιναν απ’ τις γλυκιές δροσοσταλιές και
τα νερά τα πόσιμα απ’ τις πηγές των Νυμφών,
Ακόμα κι από τον αέρα που τους περιέβαλλε τρέφονταν, αδιάκοπα καθώς
ανάσαιναν την υγρασία του, σαν νήπια που δεν τους λείπει ποτέ το γάλα κι έχουν
το μαστάρι πάντα στα χείλη. Θα ήταν ίσως σωστότερο να λέγαμε πως αυτή ήταν η
πρώτη τροφή των ανθρώπων, και των πρώτων και των κατοπινών. Το βρέφος, βγαλμένο
μόλις από την κοιλιά, αδύναμο και νωθρό ακόμα, το δέχεται η γη, η πραγματική
του μάνα. Μα κι ο αέρας, σαν πνέει μέσα του και του δίνει ζωή, παρέχοντάς του
τροφή πιο μαλακή κι από το γάλα, το ξεσηκώνει ευθύς και του δίνει τη δύναμη να
βγάλει μια κραυγή. Εύλογα θα έλεγε κανείς πως αυτό το μαστάρι της πρόσφερε
πρώτο η φύση στους νεογέννητους ανθρώπους. Και καθώς οι άνθρωποι έφερναν στο
νου τους τα όσα βίωναν, δε μπορούσαν παρά να νοιώθουν θαυμασμό και αγάπη για το
θείο ον. Κι επιπλέον, πρόσεχαν τις εποχές και το ότι η εναλλαγή τους γίνεται
προς χάρη της διατήρησής μας με τόση ακρίβεια, οικονομία και μέτρο. Κι ακόμη,
κατείχαν το δώρο των Θεών που τους έκανε ανώτερους από τα άλλα ζώα: το ότι
συλλογίζονταν και στοχάζονταν τους Θεούς.
Περίπου το ίδιο θα ήταν, αν σήμερα παραδίδατε έναν άνθρωπο – Έλληνα ή
βάρβαρο, αδιάφορο – σε κάποιο μυστικό Ιερό υπερφυσικής ομορφιάς και μεγέθους,
προκειμένου να μυηθεί. Κι αν αντίκριζε πολλά μυστηριώδη οράματα, άκουγε πλήθος
ακατάληπτες φωνές, έβλεπε το φως και το σκοτάδι να εναλλάσσονται κι άλλα πολλά
να συμβαίνου. Και αν, όπως στη λεγόμενη τελετή του ενθρονισμού, σύμφωνα με το
έθιμο, οι μύστες έβαζαν τους μυούμενους να καθίσουν, και χόρευαν γύρω τους σε
κύκλο: άραγε θα ήταν λογικό να μείνει ασυγκίνητος ο άνθρωπος αυτός και να μη
βάλει με το νου του πως ό,τι συμβαίνει γύρω του, γίνεται με σοφή πρόθεση και
προπαρασκευή; Ακόμα και βάρβαρος να ήταν, από τόπο μακρινό και ανώνυμο, και
χωρίς τη βοήθεια κάποιου οδηγού ή διερμηνέα – αρκεί που θα είχε ανθρώπινη ψυχή.
Ή μήπως είναι ακατόρθωτο αυτό; Κι όταν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος μυείται σε
μια τελετή αληθινά τέλεια και ολοκληρωμένη, όχι μέσα σε ένα μικρό οίκημα που
χτίστηκε από τους Αθηναίους για να δεχτεί μια ομάδα ανθρώπων, μα μέσα στο ίδιο
το σύμπαν, μέσα σε αυτό το πολύμορφο δημιούργημα της Σοφίας, όπου βλέπει κανείς
χιλιάδες θαυμαστά πράγματα, κι όπου μυσταγωγοί δεν είναι κάποιοι θνητοί όμοιοι
με τους μυούμενους, αλλά Θεοί αθάνατοι που μυούν θνητούς ανθρώπους, και μέρα
νύχτα, στο φως του Ήλιου και των άστρων – αν επιτρέπεται να το πω έτσι –
κυριολεκτικά χορεύουν γύρων τους ασταμάτητα. Είναι δυνατό, τίποτα από όλα τούτα
να μη συλλάβουν με τις αισθήσεις τους οι άνθρωποι και να μην υποψιαστούν το
παραμικρό; Και πολύ περισσότερο, είναι δυνατό να αγνοήσουν τον κορυφαίο του
χορού, που κυβερνά τα πάντα και διευθύνει ολόκληρο το σύμπαν σαν σοφός
κυβερνήτης ενός τέλεια εξοπλισμένου πλοίου;
Όχι, δεν είναι απορίας άξιο το ότι συμβαίνει αυτό με τους ανθρώπους. Είναι
όμως άξιο απορίας τ’ ότι μέχρι και τα θηρία, που δεν έχουν νου και λογισμό,
αναγνωρίζουν και τιμούν τον Θεό και πρόθυμα ζουν σύμφωνα με το νόμο του. Και τα
φυτά ακόμη – πράγμα πολύ πιο παράξενο – που δεν έχουν την παραμικρή αντίληψη
για τίποτα, και άψυχα και άφωνα υπακούν σε απλούς νόμους της φύσης. Ως και τα
φυτά, εκούσια παράγουν, το καθένα τους καρπούς που ορίζει η φύση του. Τόσο
φανερή και ξεκάθαρη είναι η βούληση και δύναμη τούτου του θεού. Στην
επιχειρηματολογία μου αυτή, μήπως σας φανώ γελοίος και παρωχημένος, αν
υποστηρίξω πως η σύνεση αυτή ταιριάζει καλύτερα στα ζώα και τα δέντρα απ’ ό,τι
σε εμάς η αμάθεια και η άγνοια; Όταν ορισμένοι, που ‘χουν γίνει σοφώτεροι από
τους πάντες κι έχουν βουλώσει τα αυτιά τους – όχι με κερί σαν τους Ιθακήσιους
ναύτες, για να μην ακούσουν το τραγούδι των Σειρήνων, παρά με κάποιο υλικό σαν
το μόλυβδο που ‘ναι μαλακός και δεν τον διαπερνά η ανθρώπινη φωνή – και μπρος
στα μάτια τους έχουν βάλει ένα παραπέτασμα από σκοτάδι και ομίχλη, εκείνο που
όπως λέει ο Όμηρος εμπόδιζε να αναγνωρίσουν τον Θεό όταν εκείνος είχε
συλληφθεί, καταφρονούν τα θεία και καθιερώνουν μία και μόνη Θεά, μιαν
εξαχρειωμένη και παράλογη που την ονομάζουν Ηδονή και προσωποποιεί τον τρυφηλό
βίο, την αδιαφορία και την απεριόριστη ύβρη – μια πραγματικά θηλυκή Θεά – και
προτιμούν αυτήν και τη λατρεύουν με κύμβαλα και άλλους θορύβους και με αυλούς
μες στα σκοτάδια. Καμιά κακία δεν θα τους κρατούσε κανείς για τα γλέντια τους,
αν η σοφία τους περιοριζόταν στα τραγούδια τους. Όχι όμως και να μας στερήσουν
τους Θεούς μας και να τους πετάξουν έξω από την ίδια τους την πόλη, το ίδιο
τους το βασίλειο, τον κόσμο ετούτο, για να τους ξαποστείλουν σε κάτι μέρη
απίθανα, σαν ανθρώπους κακότυχους που τους στέλνουν εξορία σε ερημονήσια. Και
να ισχυρίζονται πως το σύμπαν δεν εμπεριέχει κανένα νόημα και καμία λογική,
είναι αδέσποτο και ακυβέρνητο, και δίχως διαχειριστή και επόπτη πάει κι έρχεται
στα κουτουρού. Και κανείς δεν προνοεί τώρα γι’ αυτό, αλλά μήτε και στο παρελθόν
το δημιούργησε ποτέ κανείς – έστω να το έθεσε σε κίνηση, όπως τα παιδιά που
δίνουν μια σπρωξιά στη ρόδα κι ύστερα την αφήνουν να κυλά από μόνη της.
Η σύλληψη της έννοιας του Θεού και η αντίληψη της ύπαρξής του έχει ως πρώτη
πηγή την έμφυτη εκείνη ιδέα, που ‘ναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Μια ιδέα
που γεννιέται από τα ίδια τα έργα, την ίδια την πραγματικότητα, και που δεν
οφείλεται σε κάποια πλάνη ούτε και σχηματίστηκε τυχαία, αλλά είναι πανίσχυρη
και υπάρχει ανέκαθεν. Εμφανίστηκε και εξακολουθεί να παραμένει σε όλα τα έθνη
και αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των έλλογων όντων.
Και ως δεύτερη πηγή προσδιορίζουμε την επίκτητη αντίληψη, που την
ενσταλάζουν στις ψυχές οι διηγήσεις, οι μύθοι και τα έθιμα – που άλλα είναι
άγραφα και δίχως πατρότητα κι άλλων η πατρότητα είναι πασίγνωστη. Ας πούμε πως
ένα μέρος αυτής της επίκτητης αντίληψης έχει εθελούσιο και παραμυθητικό
χαρακτήρα και ένα άλλο μέρος υποχρεωτικό και προστακτικό. Και ως αυθόρμητο και
παραμυθητικό εννοώ εκείνο που ανήκει στις αρμοδιότητες των ποιητών, ενώ ως
υποχρεωτικό εκείνο που ανήκει στην αρμοδιότητα των νομοθετών. Κανένα από τα δύο
βέβαια, δεν θα μπορούσε να έχει ισχύ, αν δεν προϋπήρχε η πρώτη εκείνη έμφυτη
ιδέα που εξ αιτίας της, με τη θέλησή τους οι άνθρωποι και κατά κάποιο τρόπο
ξέροντάς τα κι ίδιοι από τα πριν, δέχτηκαν τα παραγγέλματα των νομοθετών και
τις παραμυθίες των ποιητών – άλλα σωστά, που δείχνουν τον ορθό δρόμο με
συνέπεια, και μερικά πλανεμένα.
Στην ομιλία μου αυτή δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ποια από τις δύο προηγήθηκε σε εμάς τους Έλληνες – η ποίηση ή η νομοθεσία. Ίσως όμως ταιριάζει, εκείνο που χρωστά την ύπαρξή του στην πειθώ και όχι στην τιμωρία, να είναι αρχαιότερο από κείνο που επιβάλλεται με την τιμωρία και την προσταγή. Μέχρι τώρα λοιπόν, η αίσθηση των ανθρώπων για τον πρώτο και αθάνατο γονέα τους, αυτόν που εμείς οι «της Ελλάδος κοινωνούντες» ονομάζουμε Πατρώο Δία, προϋπάρχει με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που προϋπάρχει στον άνθρωπο η αίσθηση για τον ανθρώπινο, το θνητό γονιό. Διότι η καλοσύνη κι η λατρεία του παιδιού για το γονιό υπάρχει κατά πρώτον από φυσικού της χωρίς να του τη διδάσκει κανείς, κι οφείλεται στις ευεργεσίες που δέχεται από το γονιό: απ’ τη στιγμή που θα γεννηθεί, το παιδί ανταποδίδει την αγάπη και λατρεύει με όλη του τη δύναμη εκείνον που το γέννησε και που το τρέφει και το αγκαλιάζει με στοργή. Και κατά δεύτερον και τρίτον, καλλιεργείται από τους ποιητές και τους νομοθέτες. Οι πρώτοι μάς προτρέπουν να μην τσιγκουνευόμαστε την ευγνωμοσύνη μας προς τον σεβαστότερο συγγενή μας, το αίτιο της ζωής και της ύπαρξής μας, και οι δεύτεροι εξαναγκάζουν και απειλούν με τις τιμωρίες όσους δεν συμμορφώνονται – χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζουν και να δείχνουν ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «γονείς» και για ποιες ευεργεσίες μάς διατάζουν να μην αφήσουμε ανεξόφλητα χρέη. Το διαπιστώνεις αυτό και στους νομοθέτες και στους ποιητές. Κυρίως στις ιστορίες τους και στους μύθους γύρω απ’ τους Θεούς.
Στην ομιλία μου αυτή δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ποια από τις δύο προηγήθηκε σε εμάς τους Έλληνες – η ποίηση ή η νομοθεσία. Ίσως όμως ταιριάζει, εκείνο που χρωστά την ύπαρξή του στην πειθώ και όχι στην τιμωρία, να είναι αρχαιότερο από κείνο που επιβάλλεται με την τιμωρία και την προσταγή. Μέχρι τώρα λοιπόν, η αίσθηση των ανθρώπων για τον πρώτο και αθάνατο γονέα τους, αυτόν που εμείς οι «της Ελλάδος κοινωνούντες» ονομάζουμε Πατρώο Δία, προϋπάρχει με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που προϋπάρχει στον άνθρωπο η αίσθηση για τον ανθρώπινο, το θνητό γονιό. Διότι η καλοσύνη κι η λατρεία του παιδιού για το γονιό υπάρχει κατά πρώτον από φυσικού της χωρίς να του τη διδάσκει κανείς, κι οφείλεται στις ευεργεσίες που δέχεται από το γονιό: απ’ τη στιγμή που θα γεννηθεί, το παιδί ανταποδίδει την αγάπη και λατρεύει με όλη του τη δύναμη εκείνον που το γέννησε και που το τρέφει και το αγκαλιάζει με στοργή. Και κατά δεύτερον και τρίτον, καλλιεργείται από τους ποιητές και τους νομοθέτες. Οι πρώτοι μάς προτρέπουν να μην τσιγκουνευόμαστε την ευγνωμοσύνη μας προς τον σεβαστότερο συγγενή μας, το αίτιο της ζωής και της ύπαρξής μας, και οι δεύτεροι εξαναγκάζουν και απειλούν με τις τιμωρίες όσους δεν συμμορφώνονται – χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζουν και να δείχνουν ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «γονείς» και για ποιες ευεργεσίες μάς διατάζουν να μην αφήσουμε ανεξόφλητα χρέη. Το διαπιστώνεις αυτό και στους νομοθέτες και στους ποιητές. Κυρίως στις ιστορίες τους και στους μύθους γύρω απ’ τους Θεούς.
Το καταλαβαίνω κι εγώ, ότι η επιδίωξη της ακρίβειας πάντα είναι κοπιαστικό
πράγμα για τον περισσότερο κόσμο. Πόσο μάλλον η ακρίβεια στις ομιλίες, όταν το
μόνο που ενδιαφέρει τους ομιλητές είναι να πουν πολλά, και χωρίς κανένα
πρόλογο, χωρίς να έχουν καθορίσει ποιο είναι το θέμα τους, χωρίς καν να
ξεκινούν από κάποια αρχή, αλλά κατευθείαν, με άπλυτα πόδια όπως λένε, μας
παρουσιάζουν πράγματα πασίγνωστα που δεν κρύβουν τίποτα αξιόλογο. Όσο για τα
άπλυτα πόδια, μικρό το κακό, μιας κι έχουν να περπατήσουν μέσα από ένα σωρό
σκουπίδια και λάσπη. Αυτό που κάνει μεγάλη ζημιά στο κοινό, είναι η γλώσσα της
αμάθειας. Αναμφίβολα όμως, οι ακροατές με κάποια παιδεία, που αξίζει να ακούς
την άποψή τους, θα μπουν κι αυτοί στον κόπο και θα σε συνοδεύσουν ώσπου να
περάσεις τη στροφή και ν’ αφήσεις το δύσβατο μονοπάτι για να μπεις στην ευθεία
οδό.
Τώρα που έχουμε μπρος μας τα τρία είδη γένεσης της ανθρώπινης αντίληψης
περί Θεού, την έμφυτη, την ποιητική και τη νομική, ας αναφέρουμε και την
τέταρτη: την πλαστική και καλλιτεχνική, των τεχνιτών που φτιάχνουν αγάλματα και
εικόνες Θεών. Και εννοώ τους ζωγράφους και τους αδριαντοποιούς και γλύπτες,
κοντολογίς όσους θεωρούν τον εαυτό τους άξιο να αναπαραστήσει τη θεϊκή φύση
μέσα από την τέχνη: είτε μέ μιάν ασήμαντη σκιαγραφία που ξεγελάει το μάτι, είτε με
συνδυασμούς χρωμάτων και γραμμή αυστηρή και σχεδόν ακριβέστατη, είτε με τη
γλυπτική πάνω σε πέτρα ή σε ξύλο όπου ο καλλιτέχνης αφαιρεί το περιττό υλικό
για να απομείνει η μορφή που θα βλέπουμε, είτε με το χύσιμο του μπρούντζου και
άλλων παρόμοιων πολύτιμων μετάλλων σφυρηλατημένων ή λιωμένων μέσα σε καλούπια
είτε με το πλάσιμο του κεριού που εύκολα ανταποκρίνεται στο άγγιγμα του
καλλιτέχνη και επιδέχεται κάθε είδους διόρθωση. Ένας από αυτούς ήταν ο Φειδίας
– αλλά και ο Αλκαμένης κι ο Πολύκλειτος, κι ακόμα, ο Αγλαόφων κι ο Πολύγνωτος
κι ο Ζεύξις και πριν απ’ όλους αυτούς ο Δαίδαλος".
Δωδωναίε μεγασθενές αριστοτέχνα πάτερ
Δωδωναίε μεγασθενές αριστοτέχνα πάτερ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου