Ο Ευνάπιος μάς διασώζει ένα απόσπασμα πού αναφέρεται στόν Αντωνίνο τόν γιό τής Σωσιπάτρας, μεγάλης Νεοπλατωνικής φιλοσόφου από τήν Έφεσσο.
Οι τελευταίοι Έλληνες είδαν τόν κόσμο τους νά γυρίζει ανάποδα βιώνοντας τήν χριστιανική βαρβαρότητα. Τά στίφη τών "μοναχών" διψώντας γιά έρημο στέρεψαν τόν κόσμο από τά Ιερά νάματα τού Ελληνικού ψυχισμού.
Οι τελευταίοι Έλληνες είδαν τόν κόσμο τους νά γυρίζει ανάποδα βιώνοντας τήν χριστιανική βαρβαρότητα. Τά στίφη τών "μοναχών" διψώντας γιά έρημο στέρεψαν τόν κόσμο από τά Ιερά νάματα τού Ελληνικού ψυχισμού.
"Τα ονόματα των δύο παιδιών δεν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω. Ο Αντωνίνος, όμως (το τρίτο παιδί), ήταν αντάξιος των γονέων του, γιατί εγκαταστάθηκε στο Κανωβικό στόμιο του Νείλου και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στις θρησκευτικές τελετουργίες που τελούνταν εκεί και έκανε ό,τι μπορούσε για να εκπληρώσει τη μητρική πρόβλεψη. Όλοι οι νέοι που ήταν ψυχικά υγιείς και διψούσαν για τη φιλοσοφία σύχναζαν σε αυτόν και το ιερό ήταν κατάμεστο από νεαρούς ιερείς. Παρ’ όλο που θεωρούνταν ακόμη άνθρωπος και ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους, είχε προφητεύσει προς όλους τους μαθητές του ότι μετά το θάνατό του το ιερό δεν θα συνέχιζε να υπάρχει για πολύ ακόμη, ότι το μεγάλο, άγιο ιερό του Σέραπη θα κατέληγε σε ένα σκοτεινό και άμορφο πράγμα και θα μετέβαλλε χαρακτήρα, πως το μυθικό και άυλο σκότος θα επέβαλλε την τυραννία του πάνω σε όλα τα όμορφα πράγματα της γης. Ο χρόνος επιβεβαίωσε όλες αυτές τις προφητείες και το όλο πράγμα απέκτησε τελικά το κύρος χρησμού. [...] Το όνομά του ήταν Αντωνίνος, που και λίγο πριν το ανέφερα. Αυτός πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εντυπωσιάστηκε από το Κανωβικό στόμιο του Νείλου και το υπεραγάπησε. Έτσι, αφιέρωσε και προσάρμοσε τον εαυτό του ολοκληρωτικά στους θεούς και τις άρρητες ιεροτελεστίες που τελούνταν εκεί. Πολύ σύντομα σημείωσε προόδους στην προσπάθειά του να πλησιάσει τη φύση των θεών. Περιφρόνησε το σώμα του, απελευθερώθηκε από τις ηδονές τις σχετικές με αυτό, και βίωσε τη σοφία που είναι άγνωστη στους πολλούς. Οφείλω, όμως, να πω και κάτι παραπάνω γι’ αυτόν. Δεν προσπάθησε να ασκήσει τη θεουργία και να παρουσίασει κάτι που υπερβαίνει τη φυσική αίσθηση, ίσως γιατί φοβήθηκε την αυτοκρατορική πολιτική, η οποία ήταν αντίθετη σε τέτοιες πρακτικές. Ωστόσο, όλοι θαύμαζαν την πειθαρχία του και το δυνατό και άκαμπτο χαρακτήρα του και όλοι οι μαθητές του στην Αλεξάνδρεια κατέβαιναν να τον δουν στην ακτή. Η Αλεξάνδρεια, εξαιτίας του ιερού του Σέραπη, ήταν από μόνη της μια ιερή πόλη. Όλοι όσοι έρχονταν εκεί από όλα τα μέρη του κόσμου ήταν αριθμητικά ίσοι με τους ντόπιους, ενώ μετά τη λατρεία του θεού έτρεχαν στον Αντωνίνο, άλλοι – όσοι βιάζονταν – από ξηράς, ενώ άλλοι αρκούμενοι στα ποταμόπλοια, που τους μετέφεραν με την ησυχία τους προς το σκοπό τους. Όταν συνομιλούσαν μεταξύ τους, ορισμένοι έθεταν κάποιο επιστημονικό πρόβλημα και αμέσως δέχονταν εν αφθονία την πλατωνική σοφία. Όσοι όμως ρωτούσαν για πράγματα που αφορούν περισσότερο το θείο, «έρχονταν αντιμέτωποι με ένα άγαλμα»: κουβέντα δεν έλεγε προς αυτούς, αλλά, έχοντας τα μάτια του ακίνητα και κοιτώντας προς τον ουρανό, καθόταν εκεί αμίλητος και ανυποχώρητος. Και κανείς ποτέ δεν τον είδε να κάνει εύκολα συζήτηση για τέτοια πράγματα με οποιονδήποτε.
Όχι πολύ αργότερα, έγινε φανερό πως υπήρχε σ’ αυτόν κάποιο θεϊκό στοιχείο. Δεν πρόλαβε να αφήσει τον κόσμο των ανθρώπων και η λατρεία των θεών στην Αλεξάνδρεια και στο ιερό του Σέραπη αφανίστηκε – όχι μόνον η λατρεία, αλλά και τα ίδια τα κτίρια.[...]
Έπειτα, έφεραν μέσα στους ιερούς τόπους αυτούς που ονομάζονταν «μοναχοί»[...] και αυτοί συγκέντρωσαν τα οστά και τα κρανία των εγκληματιών [...] και κατάφεραν να τους κάνουν θεούς [...] ονομάζοντάς τους «μάρτυρες» και κάποιου είδους «αντιπροσώπους» και «πρεσβευτές» σταλμένους από τους θεούς να δεχτούν τις προσευχές των ανθρώπων [...] αλλά βεβαίως το γεγονός αυτό ανέβασε μονάχα την αξία του Αντωνίνου ως μάντη, αφού σε όλους είχε πει πως οι ναοί θα γίνονταν τάφοι."
Όχι πολύ αργότερα, έγινε φανερό πως υπήρχε σ’ αυτόν κάποιο θεϊκό στοιχείο. Δεν πρόλαβε να αφήσει τον κόσμο των ανθρώπων και η λατρεία των θεών στην Αλεξάνδρεια και στο ιερό του Σέραπη αφανίστηκε – όχι μόνον η λατρεία, αλλά και τα ίδια τα κτίρια.[...]
Έπειτα, έφεραν μέσα στους ιερούς τόπους αυτούς που ονομάζονταν «μοναχοί»[...] και αυτοί συγκέντρωσαν τα οστά και τα κρανία των εγκληματιών [...] και κατάφεραν να τους κάνουν θεούς [...] ονομάζοντάς τους «μάρτυρες» και κάποιου είδους «αντιπροσώπους» και «πρεσβευτές» σταλμένους από τους θεούς να δεχτούν τις προσευχές των ανθρώπων [...] αλλά βεβαίως το γεγονός αυτό ανέβασε μονάχα την αξία του Αντωνίνου ως μάντη, αφού σε όλους είχε πει πως οι ναοί θα γίνονταν τάφοι."
Οι νεκροί εγκατέλειψαν την πόλη που ήταν πριν ζωντανή.
Κι εμείς οι ζωντανοί, την πόλη κηδεύουμε τώρα.
Παλλαδάς
Παλλαδάς