Συλοσών
Ο παντοδύναμος καί μισότρελλος Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης Β΄εισβάλει στήν
Αίγυπτο τό 525 π.κ.χ. γκρεμίζοντας Ναούς, σφάζοντας Ιερείς και 30.000 απλού
Λαού.
Εκείνη τήν εποχή βρίσκονταν στήν Αίγυπτο όπως συνηθίζονταν καί πολλοί Έλληνες
έμποροι, μισθοφόροι ή απλοί ταξιδιώτες. Εδώ ο τόπος καί ο χρόνος θά
συνεργαστούν γιά νά χαρίσουν στήν αχόρταγη ιστορία κάτι πού έμοιαζε μέ
παραμύθι, αλλά κατέληξε σέ σύγκρουση.
Ανάμεσα στούς Πέρσες μηλοφόρους (σωματοφύλακες) ήταν καί ο Δαρείος (Dārayawuš
«αυτός που παρέχει το καλό»), άσημο σχεδόν πρόσωπο εκείνη τήν εποχή. Μεταξύ
τών Ελλήνων ήταν καί ο Συλοσών, αδελφός τού Τυράννου τής Σάμου Πολυκράτη πού
θανάτωσε μέ βάρβαρο τρόπο ό Σατράπης τών Σάρδεων Οροίτης πού αφού τόν συνέλαβε
μέ δόλο, έβαλε να τον γδάρουν ζωντανό και έπειτα να τον σταυρώσουν.
Μιά ημέρα ο Συλοσών περπατώντας αμέριμνος, φορούσε έναν πανέμορφο μανδύα
(χλανίδα) πού είχε αγοράσει από τήν Μέμφιδα. Ειδών αυτόν ο Δαρείος, τού άρεσε
τόσο πολύ πού πλησίασε τόν Συλοσώντα ρωτώντας τον άν τόν πουλούσε. "Θείη Τύχη
χρεώμενος" τού απεκρίθη:
"Τόν μανδύα μου δέν τόν πουλώ σέ καμιά τιμή, αλλά σού τόν χαρίζω, άν θέλεις
οπωσδήποτε νά τόν αποκτήσεις". Ο Δαρείος ευχαριστήθει πολύ καί πήρε τόν
μανδύα.
Τά χρόνια κύλησαν ο Καμβύσης αποτρελλάθηκε καί πέθανε, έγινε ή περίφημη
συνομωσία τών Μάγων πού έφερε στόν θρόνο τόν Δαρείο τού Υστάσπου. Μόλις έγινε
γνωστό τό γεγονός ο Συλοσών ξεκίνησε γιά τά Σούσα τότε Πρωτεύουσα τού Περσικού
κράτους. Μόλις έφθασε πήγε καί κάθησε στήν πύλη τού παλατιού φωνάζοντας ότι
ήταν ευεργέτης τού Βασιλέως. Ο επικεφαλής τής φρουράς τής πύλης ανέφερε τό
γεγονός στόν Δαρείο κι αυτός απορήσας δήλωσε ότι δέν έχει χρέος σέ κανέναν
Έλληνα πού είχε έρθει στά Σούσα.Ο Δαρείος διέταξε νά φέρουν τόν άγνωστο
μπροστά του, πού άμα παρουσιάστηκε, τού θύμισε τήν ιστορία τού μανδύα. Ο
Δαρείος θυμήθηκε τό γεγονός αμέσως, παίνεψε τόν Συλοσώντα πού τόν είχε
ευεργετήσει όντας άσημος καί τού υποσχέθει ότι θά τού δώσει όσο χρυσό καί
ασήμι επιθυμεί. Ο Συλοσών όμως τού απεκρίθη:
"Βασιλέα, μήτε χρυσό μήτε άργυρο επιθυμώ. Τό μόνο πού θέλω είναι νά κυριέψεις
καί νά μού αποδώσεις τήν Σάμο. Από τόν καιρό τού φόνου τού αδελφού μου,
κατέχει τήν εξουσία ένας δούλος μας. Δώσε μου πίσω τήν Σάμο χωρίς κανείς νά
σκοτωθεί ή νά γίνει δούλος".
Ο Δαρείος πράγματι δέχτηκε κι έστειλε στρατό μέ αρχηγό τόν Οτάνη. Εκείνον τόν
καιρό τήν Σάμο τυραννούσε κάποιος Μαιάνδριος, στήν αρχή αρκετά ήπιος, αλλά
στήν συνέχεια πολύ σκληρός Τύραννος. Όταν έφθασε ο στόλος καί ο πολυάριθμος
στρατός τών Περσών αυτός δείλιασε, παραδίδοντας τήν Πόλη μέ τήν συμφωνία αυτός
καί οί οπαδοί του νά φύγουν. Ο Μαιάνδριος είχε έναν αδελφό τόν Χαρίλαο πού δέν
ήταν καί πολύ λογικός καί γιά κάποιον λόγο ήταν στήν φυλακή. Από τό παράθυρο
τού κελλιού του κατάλαβε τί γινόταν βλέποντας τούς Πέρσες παντού. Άρχισε νά
φωνάζει ότι ήθελε νά μιλήσει τού αδελφού του. Εκείνος τό έμαθε καί διέταξε νά
τόν φέρουν μπροστά του. Ο Χαρίλαος τόν κατηγόρησε γι' ανανδρεία καί δειλία,
προτρέποντάς τον νά φύγει από μιά υπόγεια σύραγγα, παραδίδοντάς του τήν φρουρά
ώστε ν' αντισταθεί. Εκείνος δέχτηκε καί μπόρεσε νά διαφύγει. Ο Χαρίλαος
σκότωσε ορισμένους Πέρσες. Εξαγριωμένος γιά αυτό ο Οτάνης, διέταξε γενική
σφαγή, αρπαγές καί ερήμωση. Έτσι ο Συλοσώντας έγινε Τύραννος ενός έρημου
νησιού. Τόσο αραίωσε ο πληθυσμός τού νησιού, ώστε ο μέν Οτάνης έφερε κάτοικους
από τή Λήμνο καί τό Βυζάντιο, ο δέ Συλοσώντας, πολλούς από τους σκλάβους του
τούς έγραψε ελεύθερους πολίτες.
Ευγνωμονώντας τους Πέρσες ο Συλοσώντας, που τον βοήθησαν να πάρει την Εξουσία,
διοικούσε τη Σάμο, περισσότερο σαν σατράπης του Μεγάλου βασιλιά, παρά σαν
Διοικητής ελεύθερης πολιτείας. Έγινε τύραννος πολύ σκληρός καί μισήθηκε βαθιά
από τούς Σαμιώτες. Ώσπου τελικά τον έδιωξαν.
Αυτή ήταν η πρώτη σύγκρουση Ελλήνων καί Περσών πού άνοιξε τήν αυλαία τών
ενδόξων Νικών τών Ελευθέρων Ανθρώπων πού αυτοαποκαλούνταν Έλληνες.
Ο παντοδύναμος καί μισότρελλος Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης Β΄εισβάλει στήν
Αίγυπτο τό 525 π.κ.χ. γκρεμίζοντας Ναούς, σφάζοντας Ιερείς και 30.000 απλού
Λαού.
Εκείνη τήν εποχή βρίσκονταν στήν Αίγυπτο όπως συνηθίζονταν καί πολλοί Έλληνες
έμποροι, μισθοφόροι ή απλοί ταξιδιώτες. Εδώ ο τόπος καί ο χρόνος θά
συνεργαστούν γιά νά χαρίσουν στήν αχόρταγη ιστορία κάτι πού έμοιαζε μέ
παραμύθι, αλλά κατέληξε σέ σύγκρουση.
Ανάμεσα στούς Πέρσες μηλοφόρους (σωματοφύλακες) ήταν καί ο Δαρείος (Dārayawuš
«αυτός που παρέχει το καλό»), άσημο σχεδόν πρόσωπο εκείνη τήν εποχή. Μεταξύ
τών Ελλήνων ήταν καί ο Συλοσών, αδελφός τού Τυράννου τής Σάμου Πολυκράτη πού
θανάτωσε μέ βάρβαρο τρόπο ό Σατράπης τών Σάρδεων Οροίτης πού αφού τόν συνέλαβε
μέ δόλο, έβαλε να τον γδάρουν ζωντανό και έπειτα να τον σταυρώσουν.
Μιά ημέρα ο Συλοσών περπατώντας αμέριμνος, φορούσε έναν πανέμορφο μανδύα
(χλανίδα) πού είχε αγοράσει από τήν Μέμφιδα. Ειδών αυτόν ο Δαρείος, τού άρεσε
τόσο πολύ πού πλησίασε τόν Συλοσώντα ρωτώντας τον άν τόν πουλούσε. "Θείη Τύχη
χρεώμενος" τού απεκρίθη:
"Τόν μανδύα μου δέν τόν πουλώ σέ καμιά τιμή, αλλά σού τόν χαρίζω, άν θέλεις
οπωσδήποτε νά τόν αποκτήσεις". Ο Δαρείος ευχαριστήθει πολύ καί πήρε τόν
μανδύα.
Τά χρόνια κύλησαν ο Καμβύσης αποτρελλάθηκε καί πέθανε, έγινε ή περίφημη
συνομωσία τών Μάγων πού έφερε στόν θρόνο τόν Δαρείο τού Υστάσπου. Μόλις έγινε
γνωστό τό γεγονός ο Συλοσών ξεκίνησε γιά τά Σούσα τότε Πρωτεύουσα τού Περσικού
κράτους. Μόλις έφθασε πήγε καί κάθησε στήν πύλη τού παλατιού φωνάζοντας ότι
ήταν ευεργέτης τού Βασιλέως. Ο επικεφαλής τής φρουράς τής πύλης ανέφερε τό
γεγονός στόν Δαρείο κι αυτός απορήσας δήλωσε ότι δέν έχει χρέος σέ κανέναν
Έλληνα πού είχε έρθει στά Σούσα.Ο Δαρείος διέταξε νά φέρουν τόν άγνωστο
μπροστά του, πού άμα παρουσιάστηκε, τού θύμισε τήν ιστορία τού μανδύα. Ο
Δαρείος θυμήθηκε τό γεγονός αμέσως, παίνεψε τόν Συλοσώντα πού τόν είχε
ευεργετήσει όντας άσημος καί τού υποσχέθει ότι θά τού δώσει όσο χρυσό καί
ασήμι επιθυμεί. Ο Συλοσών όμως τού απεκρίθη:
"Βασιλέα, μήτε χρυσό μήτε άργυρο επιθυμώ. Τό μόνο πού θέλω είναι νά κυριέψεις
καί νά μού αποδώσεις τήν Σάμο. Από τόν καιρό τού φόνου τού αδελφού μου,
κατέχει τήν εξουσία ένας δούλος μας. Δώσε μου πίσω τήν Σάμο χωρίς κανείς νά
σκοτωθεί ή νά γίνει δούλος".
Ο Δαρείος πράγματι δέχτηκε κι έστειλε στρατό μέ αρχηγό τόν Οτάνη. Εκείνον τόν
καιρό τήν Σάμο τυραννούσε κάποιος Μαιάνδριος, στήν αρχή αρκετά ήπιος, αλλά
στήν συνέχεια πολύ σκληρός Τύραννος. Όταν έφθασε ο στόλος καί ο πολυάριθμος
στρατός τών Περσών αυτός δείλιασε, παραδίδοντας τήν Πόλη μέ τήν συμφωνία αυτός
καί οί οπαδοί του νά φύγουν. Ο Μαιάνδριος είχε έναν αδελφό τόν Χαρίλαο πού δέν
ήταν καί πολύ λογικός καί γιά κάποιον λόγο ήταν στήν φυλακή. Από τό παράθυρο
τού κελλιού του κατάλαβε τί γινόταν βλέποντας τούς Πέρσες παντού. Άρχισε νά
φωνάζει ότι ήθελε νά μιλήσει τού αδελφού του. Εκείνος τό έμαθε καί διέταξε νά
τόν φέρουν μπροστά του. Ο Χαρίλαος τόν κατηγόρησε γι' ανανδρεία καί δειλία,
προτρέποντάς τον νά φύγει από μιά υπόγεια σύραγγα, παραδίδοντάς του τήν φρουρά
ώστε ν' αντισταθεί. Εκείνος δέχτηκε καί μπόρεσε νά διαφύγει. Ο Χαρίλαος
σκότωσε ορισμένους Πέρσες. Εξαγριωμένος γιά αυτό ο Οτάνης, διέταξε γενική
σφαγή, αρπαγές καί ερήμωση. Έτσι ο Συλοσώντας έγινε Τύραννος ενός έρημου
νησιού. Τόσο αραίωσε ο πληθυσμός τού νησιού, ώστε ο μέν Οτάνης έφερε κάτοικους
από τή Λήμνο καί τό Βυζάντιο, ο δέ Συλοσώντας, πολλούς από τους σκλάβους του
τούς έγραψε ελεύθερους πολίτες.
Ευγνωμονώντας τους Πέρσες ο Συλοσώντας, που τον βοήθησαν να πάρει την Εξουσία,
διοικούσε τη Σάμο, περισσότερο σαν σατράπης του Μεγάλου βασιλιά, παρά σαν
Διοικητής ελεύθερης πολιτείας. Έγινε τύραννος πολύ σκληρός καί μισήθηκε βαθιά
από τούς Σαμιώτες. Ώσπου τελικά τον έδιωξαν.
Αυτή ήταν η πρώτη σύγκρουση Ελλήνων καί Περσών πού άνοιξε τήν αυλαία τών
ενδόξων Νικών τών Ελευθέρων Ανθρώπων πού αυτοαποκαλούνταν Έλληνες.