Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ραμνούς, Ιερό Νεμέσεως

Με αφορμή μια πρόσφατη περιήγηση στον Ραμνούντα, τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο δήμο της Αττικής, που ανήκε στην Αιαντίδα φυλή. 

Διαβάζουμε, σύμφωνα με τον Παυσανία, στα Αττικά του:
Πηγαίνοντας από τον παραλιακό δρόμο στον Ωρωπό, ο Ραμνούντας απέχει εξήντα στάδια από τον Μαραθώνα. Εκεί τα σπίτια των κατοίκων είναι δίπλα στη θάλασσα. Λίγο πάνω από τη θάλασσα, υπάρχει ιερό της Νέμεσης, που είναι η πιο αμείλικτη απ’ όλους τους θεούς απέναντι στους ασεβείς. Και τους βαρβάρους, που αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα, φαίνεται πως τους βρήκε η οργή αυτής της θεάς, γιατί νομίζοντας πως τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο να υποτάξουν την Αθήνα, είχαν φέρει μάρμαρο από την Πάρο για να κατασκευάσουν τρόπαιο σαν να είχαν ήδη νικήσει.
Στο μάρμαρο αυτό σκάλισε ο Φειδίας άγαλμα της Νέμεσης. Στο κεφάλι της θεάς έβαλε στεφάνι που είχε ελάφια και μικρά αγάλματα Νίκης. Στο ένα χέρι της κρατάει κλαδί μηλιάς, ενώ στο δεξί φιάλη, που πάνω της απεικονίζονται Αιθίοπες. Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να εξηγήσω την απεικόνιση Αιθιόπων ούτε θα δεχόμουν τη γνώμη όσων λένε ότι γνωρίζουν, ότι δηλαδή τους σκάλισαν εκεί εξαιτίας του ποταμού Ωκεανού, γιατί οι Αιθίοπες κατοικούν σε αυτόν και ο Ωκεανός είναι πατέρας της Νέμεσης.
..........................
Ούτε αυτό το άγαλμα της Νέμεσης, ούτε κανένα από τα παλιά έχει φτερά. Φτερά δεν έχουν ούτε τα πιο ιερά ξόανα της Σμύρνης. Αργότερα όμως – γιατί την ήθελαν να παρουσιάζεται ως συνέπεια του έρωτα – της έβαλαν φτερά, όπως του Έρωτα. Τώρα θα αναφερθώ στα ανάγλυφα πάνω στο βάθρο του αγάλματος, αφού εξηγήσω πρώτα αυτό, για να γίνει σαφέστερο. Οι Έλληνες θεωρούν μητέρα της Ελένης τη Νέμεση και ότι η Λήδα μόνο τη θήλασε και την ανέθρεψε. Πιστεύουν ακόμη, και αυτοί και όλοι, ότι ο πατέρας της Ελένης ήταν ο Δίας και όχι ο Τυνδάρεως.
Ο Φειδίας, έχοντας ακουστά αυτή την ιστορία, παράστησε τη Λήδα να παραδίδει την Ελένη στη Νέμεση. Κατασκεύασε και τον Τυνδάρεω με τους γιούς του κι έναν άνδρα με το όνομα Ιππέας δίπλα σε άλογο. Ακόμη τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο, τον Πύρρο, τον γιο του Αχιλλέα, που ήταν ο πρώτος άνδρας της Ερμιόνης, της κόρης της Ελένης. Τον Ορέστη τον παρέλειψε, επειδή είχε σκοτώσει τη μητέρα του, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ερμιόνη έμεινε όλο το διάστημα δίπλα του και γέννησε το παιδί του. Στη συνέχεια, στο βάθρο, υπάρχει ο λεγόμενος Έποχος και ένας άλλος νεαρός. Δεν άκουσα τίποτε άλλο γι’ αυτούς μόνο πως είναι αδέλφια της Οινόης, που έδωσε το όνομά της σε αυτό τον δήμο.

Οι μύθοι της Νέμεσης και της Λήδας μπερδεύονται σε πολλούς συγγραφείς, ξεκινώντας από την «Ελένη» του Ευριπίδη. Αρχικά ο Δίας παίρνοντας μορφή κύκνου, ενώθηκε με τη Νέμεση στον Ραμνούντα, κι έπειτα η θεά κατευθύνεται στην Σπάρτη όπου κάνει ένα αυγό, που το εμπιστεύεται στη Λήδα κι από το οποίο γεννιέται η Ελένη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το αυγό που γέννησε η Νέμεσις κύλησε από τα χέρια του Ερμή κάτω από τα πόδια της Λήδας. 

Ο ναός της Νέμεσης στον Ραμνούντα ήταν ο σημαντικότερος από αυτούς που ήταν αφιερωμένοι στη θεά. Το άγαλμα που φυλασσόταν εκεί, έργο του Φειδία, ανεγέρθη από τους Αθηναίους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη θεά μετά τη νίκη τους στον Μαραθώνα και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε το κομμάτι πάριου μαρμάρου που είχαν ξεφορτώσει οι Πέρσες εισβολείς σε εκείνη την παραλία, με σκοπό να ανεγείρουν αναθηματική στήλη όταν θα νικούσαν. 
Η Νέμεση, ως θεότητα που απονέμει δικαιοσύνη και τιμωρεί την υπεροψία, μοιραζόταν εκεί τη λατρεία της με την Τιτανίδα Θέμιδα, θεά επίσης της ισότητας , του νόμου και της δικαιοσύνης. Το άγαλμα της Θέμιδας, που χρονολογείται περί τα 300 π.κ.χ., και φέρει το όνομα του Ραμνούσιου γλύπτη Χαιρέστρατου, βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 

Μια ταφική οδός, κατά μήκος της οποίας οι Ραμνούσιοι έθαβαν τους νεκρούς τους, περνά δίπλα από τα ιερά της Θέμιδας και της Νεμέσεως και καταλήγει στην τειχισμένη πόλη. 


Το φρούριο του Ραμνούντα, όπως και αυτό του Σουνίου, πιστεύεται πως ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα. Λόγω της στρατηγικής θέσης του Ραμνούντος για τη ναυσιπλοϊα της περιοχής, οι Αθηναίοι διέθεταν εκεί φρουρά, που αποτελούνταν από τους «εφήβους», οι οποίοι υπηρετούσαν εκεί το δεύτερο χρόνο της θητείας τους. Έχουν επίσης αποκαλυφθεί δρόμοι, εκατέρωθεν των οποίων υπήρχαν σπίτια και δημόσια κτήρια, όπως ένας «θεατρικός χώρος» (350 π.κ.χ), γυμνάσιο, ιερό της Αφροδίτης, ιερό Αμφιαράου, άλλα ιερά, εκτεταμένο αποχετευτικό σύστημα, καθώς και πλήθος φρεάτων. Ιατρική φροντίδα παρείχε από τον 5ο αιώνα π.κ.χ. το μικρό ιαματικό ιερό του Αμφιαράου.







Η μεγαλύτερη ανάπτυξη του δήμου Ραμνούντος σημειώθηκε κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.κ.χ. Στους επόμενους αιώνες, ο δήμος ακολούθησε την ιστορική πορεία της υπόλοιπης Αττικής. Από τον 1ο αιώνα π.κ.χ αρχίζει η φθορά και η παρακμή, με εξαίρεση κάποια αναλαμπή στα χρόνια του Ηρώδη Αττικού (2ος μ.κ.χ) ο οποίος επισκεύασε τον ναό και έδωσε νέα πνοή στον χώρο για μικρό διάστημα. Γύρω στα τέλη του 4ου αι.μ.κ.χ τοποθετείται η καταστροφή του αγάλματος της θεάς Νέμεσης από τους πρώτους χριστιανούς και είναι η εποχή κατά την οποία ο χώρος, που κατοικήθηκε από τη νεολιθική περίοδο, παρακμάζει οριστικά.